απογκρεμίζω

απογκρεμίζω
γκρεμίζω εντελώς, συμπληρώνω το γκρέμισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απογκρεμίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, συμπληρώνω το γκρέμισμα κάποιου πράγματος: Το απογκρέμισαν τα παιδιά εκείνο το καλύβι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”